μάντις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάντις | οι | μάντιδες |
γενική | της | μάντιδος (μάντιδας) |
των | μαντίδων (μάντιδων) |
αιτιατική | τη | μάντιδα | τις | μάντιδες |
κλητική | μάντι (μάντις) | μάντιδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. Θηλυκό, για το έντομο. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάντις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μάντις (αρχαία σημασία: μάντης) λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Mantis, ταξινομικό γένος εντόμων < (ελληνιστική κοινή) μάντις < αρχαία ελληνική μάντις (αντιδάνειο)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάντις
- (θηλυκό, γενική: -ιδος έντομο) το αλογάκι της Παναγίας (Mantis religiosa, Μάντις η θρησκευτική[1]) ορθόπτερo έντομο της υποοικογένειας των Μαντιδών της οικογένειας των Μαντωδών
- (αρσενικό ή θηλυκό, αρχαιοπρεπές) άλλη γραφή του μάντης (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μάντις)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μάντης
Σύνθετα
[επεξεργασία]- χαρτομάντις και χαρτομάντης
- χειρομάντις και χειρομάντης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάντις
→ δείτε τη λέξη μάντης |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μάντις (γένος μαντιδών εντόμων - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
[επεξεργασία]- μάντις - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Ερώτηση: αν το μάντις, -εως είναι κοινού γένους (αν υπάχει και θηλυκό), εκτός από το θηλυκό -ις-ιδος. ‑‑Sarri.greek ♫ | 08:31, 17 Ιουλίου 2023 (UTC) |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάντις < μαίνομαι [1] ή από υποθετικό τύπο *μάτις, συγγενικό με τη λατινική mens και το αρχαίο ινδικό mátih [2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάντις, -εως
- ( αρσενικό και θηλυκό) μάντης, προφήτης, χρησμολόγος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 62
- ἀλλ᾽ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα,
ἢ καὶ ὀνειροπόλον, καὶ γάρ τ᾽ ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν,- Λοιπόν ας ερωτήσωμεν ή μάντιν ή ιερέα / ή ονειροκρίτην —έρχεται και τ᾽ όνειρο απ᾽ τον Δία—
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
Σκηνή: Μιλάει ο Αχιλλέας στον Αγαμέμνονα.
- (ως θηλυκό: ελληνιστική σημασία , έντομο) μάντις, του είδους Mantis religiosa'Μάντις η θρησκευτική[3], το αλογάκι της Παναγίας
Παράγωγα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
μαντ-
μαντ-
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Κλίση
[επεξεργασία]αρσενικό | θηλυκό | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μάντις σελ.665 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
- ↑ Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
- ↑ μάντις (γένος μαντιδών εντόμων - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
[επεξεργασία]- μάντις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάντις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'συνεργάτις' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Έντομα (ελληνιστική κοινή)
- Ζώα (ελληνιστική κοινή)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πόλις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)