λατρεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λατρεύω < αρχαία ελληνική λατρεύω < λάτρις < λάτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₁y (παρέχω, κατέχω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]λατρεύω
- αποδίδω τιμές και σεβασμό σε κάποια θεότητα
- οι αρχαίοι λάτρευαν την Αρτέμιδα ως θεά του φεγγαριού
- (μεταφορικά) δείχνω θρησκευτική προσήλωση με κάποια αξία, ιδέα
- (μεταφορικά) μου αρέσει κάτι πάρα πολύ
- (ειδικότερα) έχω έντονα, κατά βάση ερωτικά, αισθήματα για κάποιον
- Δεν την αγαπώ απλά, τη λατρεύω!
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λατρεύω | λάτρευα | θα λατρεύω | να λατρεύω | λατρεύοντας | |
β' ενικ. | λατρεύεις | λάτρευες | θα λατρεύεις | να λατρεύεις | λάτρευε | |
γ' ενικ. | λατρεύει | λάτρευε | θα λατρεύει | να λατρεύει | ||
α' πληθ. | λατρεύουμε | λατρεύαμε | θα λατρεύουμε | να λατρεύουμε | ||
β' πληθ. | λατρεύετε | λατρεύατε | θα λατρεύετε | να λατρεύετε | λατρεύετε | |
γ' πληθ. | λατρεύουν(ε) | λάτρευαν λατρεύαν(ε) |
θα λατρεύουν(ε) | να λατρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λάτρεψα | θα λατρέψω | να λατρέψω | λατρέψει | ||
β' ενικ. | λάτρεψες | θα λατρέψεις | να λατρέψεις | λάτρεψε | ||
γ' ενικ. | λάτρεψε | θα λατρέψει | να λατρέψει | |||
α' πληθ. | λατρέψαμε | θα λατρέψουμε | να λατρέψουμε | |||
β' πληθ. | λατρέψατε | θα λατρέψετε | να λατρέψετε | λατρέψτε | ||
γ' πληθ. | λάτρεψαν λατρέψαν(ε) |
θα λατρέψουν(ε) | να λατρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λατρέψει | είχα λατρέψει | θα έχω λατρέψει | να έχω λατρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις λατρέψει | είχες λατρέψει | θα έχεις λατρέψει | να έχεις λατρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει λατρέψει | είχε λατρέψει | θα έχει λατρέψει | να έχει λατρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε λατρέψει | είχαμε λατρέψει | θα έχουμε λατρέψει | να έχουμε λατρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε λατρέψει | είχατε λατρέψει | θα έχετε λατρέψει | να έχετε λατρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν λατρέψει | είχαν λατρέψει | θα έχουν λατρέψει | να έχουν λατρέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λατρεύομαι | λατρευόμουν(α) | θα λατρεύομαι | να λατρεύομαι | λατρευόμενος | |
β' ενικ. | λατρεύεσαι | λατρευόσουν(α) | θα λατρεύεσαι | να λατρεύεσαι | (λατρεύου) | |
γ' ενικ. | λατρεύεται | λατρευόταν(ε) | θα λατρεύεται | να λατρεύεται | ||
α' πληθ. | λατρευόμαστε | λατρευόμαστε λατρευόμασταν |
θα λατρευόμαστε | να λατρευόμαστε | ||
β' πληθ. | λατρεύεστε | λατρευόσαστε λατρευόσασταν |
θα λατρεύεστε | να λατρεύεστε | (λατρεύεστε) | |
γ' πληθ. | λατρεύονται | λατρεύονταν λατρευόντουσαν |
θα λατρεύονται | να λατρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λατρεύτηκα | θα λατρευτώ | να λατρευτώ | λατρευτεί | ||
β' ενικ. | λατρεύτηκες | θα λατρευτείς | να λατρευτείς | λατρέψου | ||
γ' ενικ. | λατρεύτηκε | θα λατρευτεί | να λατρευτεί | |||
α' πληθ. | λατρευτήκαμε | θα λατρευτούμε | να λατρευτούμε | |||
β' πληθ. | λατρευτήκατε | θα λατρευτείτε | να λατρευτείτε | λατρευτείτε | ||
γ' πληθ. | λατρεύτηκαν λατρευτήκαν(ε) |
θα λατρευτούν(ε) | να λατρευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λατρευτεί | είχα λατρευτεί | θα έχω λατρευτεί | να έχω λατρευτεί | λατρεμένος | |
β' ενικ. | έχεις λατρευτεί | είχες λατρευτεί | θα έχεις λατρευτεί | να έχεις λατρευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει λατρευτεί | είχε λατρευτεί | θα έχει λατρευτεί | να έχει λατρευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λατρευτεί | είχαμε λατρευτεί | θα έχουμε λατρευτεί | να έχουμε λατρευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε λατρευτεί | είχατε λατρευτεί | θα έχετε λατρευτεί | να έχετε λατρευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λατρευτεί | είχαν λατρευτεί | θα έχουν λατρευτεί | να έχουν λατρευτεί |