λαουτίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαουτίστας < → δείτε τη λέξη λαούτο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαουτίστας αρσενικό (θηλυκό λαουτίστα[1] ή λαουτίστρια[2])
Συγγενικά
[επεξεργασία]- λαουτάρης (λαϊκότροπο)
- λαουτιέρης (λαϊκότροπο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαουτίστας