κύων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύων → δείτε το αρχαίο κύων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύων αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κύων)
- (παρωχημένο) ο σκύλος (σε παγιωμένες λόγιες εκφράσεις, σε ταξινομικούς όρους)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κύων — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ουσιαστικά μεταπλαστά | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κῠων- κῠον- κῠν- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | κύων | οἱ/αἱ | κύνες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | κυνός | τῶν | κυνῶν | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | κυνῐ́ | τοῖς/ταῖς | κυσῐ́(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κύνᾰ | τοὺς/τὰς | κύνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κύον | κύνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κύνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κυνοῖν | ||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]κύων < κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱwṓ. Συγγενή: σανσκριτική श्वन् (śván), λατινική canis (> γαλλική chien), αγγλοσαξονική hund, αγγλική hound
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύων αρσενικό ή θηλυκό
- (ζωολογία) ο σκύλος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 4 (στίχοι 4-5)
- αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν | οἰωνοῖσί τε πᾶσι,
- κι έδωκεν αυτούς αρπάγματα των σκύλων | και των ορνέων
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν | οἰωνοῖσί τε πᾶσι,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 4 (στίχοι 4-5)
- (μεταφορικά, υβριστικό) σκύλος
- ο Σείριος (στον αστερισμό του Κυνός)
- η άρθρωση στον αστράγαλο του αλόγου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κυναγέσιον
- κυναγέτας
- κυνάγκη
- κυναγός
- κυναγωγός
- κυνάγχη
- κυνάγχης
- κυναγχικός
- κύναγχον
- κύναγχος
- κυναίδης
- κυνάκανθα
- κυνακτής
- κυναλώπηξ
- κυναμολγοί
- κυνάμυια
- κυνάνθρωπος
- κυνάριον: υποκοριστικό του κύων
- κυνάς
- κύναστρος
- κυνέη
- κύνειος
- κύνειρα
- κυνηδόν (επίρρημα)
- κυνηλασία
- κυνηλατέω
- κυνιδεύς: υποκοριστικό του κύων
- κυνίδιον: υποκοριστικό του κύων
- κυνικός
- κυνίσκη: υποκοριστικό του κύων
- κυνίσκος: υποκοριστικό του κύων
- κυνισμός
- κυνιστέον
- κυνιστί (επίρρημα)
- κυνίζω
- κυνοβλώψ
- κυνοβορά
- κυνοβοσκός
- κυνόβρωτος
- κυνόδεσμος
- κυνοδηκτικός
- κυνόδηκτος
- κυνόδους
- κυνοδρομέω
- κυνοδρομία
- κυνοειδής
- κυνογαμία
- κυνόγλωσσος
- κυνοκαύματα
- κυνοκεφάλιον
- κυνοκεφαλιστί (επίρρημα)
- κυνοκεφαλοειδής
- κυνοκέφαλος
- κυνοκλόπος
- κυνοκοπέω
- κυνοκτόνος
- κυνολογέω
- κυνόλυκος
- κυνομαντεία
- κυνομαχέω
- κυνόμορφος
- κυνομόριον
- κυνόπρασον
- κυνόπρηστις
- κυνοπρόσωπος
- κυνοθαρσής
- κυνοθρασής
- κυνοραιστής
- κυνόροδον
- κυνορράφιον
- κυνορτικός
- κυνορχίας
- Κῦνος
- Κυνὸς κεφαλαί
- Κυνὸς σῆμα
- Κυνόσαργες
- κυνόσβατος
- κυνοσφαγής
- Κυνόσουρα
- κυνόσουρα
- κυνοσουρίς
- κυνόσουρος
- κυνοσπάρακτος
- κυνοσπάς
- κυνόσπαστος
- κυνοσσόος
- κυνοτρόφος
- κυνουλκός
- κυνοῦχος
- κυνοφαγέω
- κυνοφάλιον
- κυνοφόντις
- κυνοφθαλμίζομαι
- κυνόφρων
- κυνοχάλκη
- κύντατος
- κύντερος
- κυνυλαγμός
- Κυνώ
- κυνώ
- κυνώδης
- κυνώπης
- κυνῶπις
- κυνωτός
- κύνωψ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- νεοελληνικές λέξεις με το θέμα κυν- όπως κυνηγότοπος, κυνηγόψαρο, κυνικός, κυνόδοντας, κυνοδρομία, κυνοκέφαλος, κυνοκτονία, κυνομαχία, κυνοτροφείο
Πηγές
[επεξεργασία]- κύων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά μεταπλαστά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζωολογία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)