κύμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κῦμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κύμα τα κύματα
      γενική του κύματος των κυμάτων
    αιτιατική το κύμα τα κύματα
     κλητική κύμα κύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κύμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κῦμα < πρωτοελληνική *kūmə < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewh₁- (φουσκώνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈci.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύ‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
κύματα που χτυπούν πάνω σε βράχια

κύμα ουδέτερο

  1. η μάζα νερού η οποία ανυψώνεται και χαμηλώνει σε συνεχείς, διαδοχικούς σχηματισμούς στην επιφάνεια της θάλασσας, μιας λίμνης κ.λπ. από την επίδραση δυνατού ανέμου ή άλλου παράγοντα
    ⮡  έξι ιστιοπλόοι αγωνίστηκαν στα κύματα του Αιγαίου
  2. (συνεκδοχικά) στην ακρογιαλιά
    ⮡  χτίζει σπίτι πάνω στο κύμα
  3. οτιδήποτε μοιάζει με το κύμα στη μορφή ή την κίνηση
    ⮡  κύματα λάβας / άμμου / ανθρώπων / πιθανοτήτων
  4. (μεταφορικά) κάθε φαινόμενο ή τάση στη φύση ή την κοινωνία που εκδηλώνεται μαζικά και με ένταση
    ⮡  κύματα ενθουσιασμού / βίας / ιδιωτικοποιήσεων / μετανάστευσης
  5. (φυσική) κινούμενη διαταραχή της ενεργειακής στάθμης ενός πεδίου

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]