κυνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυνικός | η | κυνική | το | κυνικό |
γενική | του | κυνικού | της | κυνικής | του | κυνικού |
αιτιατική | τον | κυνικό | την | κυνική | το | κυνικό |
κλητική | κυνικέ | κυνική | κυνικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυνικοί | οι | κυνικές | τα | κυνικά |
γενική | των | κυνικών | των | κυνικών | των | κυνικών |
αιτιατική | τους | κυνικούς | τις | κυνικές | τα | κυνικά |
κλητική | κυνικοί | κυνικές | κυνικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυνικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυνικός < κύων (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cynique) [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]κυνικός, -ή, -ό
- που εκφράζεται (δυσάρεστα) και με απόλυτη ευθύτητα και ειλικρίνεια, χωρίς ευγένεια ή ευπρέπεια
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στον Αστερισμό του Κυνός
- (μετεωρολογία) κυνικά καύματα: Κύων Μέγας θερινοί καύσωνες
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κυνικός | οι | κυνικοί |
γενική | του | κυνικού | των | κυνικών |
αιτιατική | τον | κυνικό | τους | κυνικούς |
κλητική | κυνικέ | κυνικοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κυνικός αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κυνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κυνικός
- όμοιος με σκύλο
- που έχει σκυλίσια συμπεριφορά
- μέλος μίας από τις μακροβιότερες Φιλοσοφικές Σχολές στην αρχαιότητα η οποία ιδρύθηκε από τον Αντισθένη στο Κυνόσαργες των Αθηνών
- ※ Διογένης ὁ κυνικὸς φιλόσοφος λοιδορούμενος ὑπό τινος φαλακροῦ εἶπεν: «Ἐγὼ μὲν οὐ λοιδορῶ· μὴ γένοιτο· ἐπαινῶ δὲ τὰς τρίχας ὅτι κρανίου κακοῦ ἀπηλλάγησαν.» (Αισώπου Μύθοι Διογένης και φαλακρός)
- ※ Ἐπειδὴ δὲ τοὺς ἀπ' Ἀριστίππου διεληλύθαμεν καὶ Φαίδωνος, νῦν ἑλκύσωμεν τοὺς ἀπ' Ἀντισθένους κυνικούς τε καὶ Στωικούς. (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, ΣΤ)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κυνικοί φιλόσοφοι στη Βικιπαίδεια (Κυνικοί φιλόσοφοι)
Πηγές
[επεξεργασία]- κυνικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυνικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)