κυνηγιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυνηγιάρης | η | κυνηγιάρα | το | κυνηγιάρικο |
γενική | του | κυνηγιάρη | της | κυνηγιάρας | του | κυνηγιάρικου |
αιτιατική | τον | κυνηγιάρη | την | κυνηγιάρα | το | κυνηγιάρικο |
κλητική | κυνηγιάρη | κυνηγιάρα | κυνηγιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυνηγιάρηδες | οι | κυνηγιάρες | τα | κυνηγιάρικα |
γενική | των | κυνηγιάρηδων | — | των | κυνηγιάρικων | |
αιτιατική | τους | κυνηγιάρηδες | τις | κυνηγιάρες | τα | κυνηγιάρικα |
κλητική | κυνηγιάρηδες | κυνηγιάρες | κυνηγιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυνηγιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυνηγάρης· αναλύεται σε κυνηγ(άρης) -ιάρης [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]κυνηγιάρης, -α, -ικο
- (για ζώο) που είναι ειδικός στο κυνήγι ή επιδίδεται σε αυτό
- (μεταφορικά, για πρόσωπο) που επιδίδεται στο κυνήγι ερωτικών συντρόφων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυνηγιάρης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ↑ κυνηγιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζηλιάρης' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιάρης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)