κυνηγετέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυνηγετέω < κυνηγέτης

κυνηγετέω

  1. κυνηγάω
  2. κατατρύχω

Συγγενικά

[επεξεργασία]