κυνηγεσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυνηγεσία < ελληνιστική κοινή κυνηγεσία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυνηγεσία θηλυκό

  • κυνηγεσία Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].Κριαρά]] της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669)&rft.pub=[https://www.greek-language.gr Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας], [μονοτονικό σύστημα]&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:κυνηγεσία"> 



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυνηγεσί αἱ κυνηγεσίαι
      γενική τῆς κυνηγεσίᾱς τῶν κυνηγεσιῶν
      δοτική τῇ κυνηγεσί ταῖς κυνηγεσίαις
    αιτιατική τὴν κυνηγεσίᾱν τὰς κυνηγεσίᾱς
     κλητική ! κυνηγεσί κυνηγεσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνηγεσί
γεν-δοτ τοῖν  κυνηγεσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυνηγεσία < κυνηγετέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυνηγεσία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)