κορμάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κορμάκι | τα | κορμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κορμάκι | τα | κορμάκια |
κλητική | κορμάκι | κορμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κορμάκι < κορμ(ί) υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κορμάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό της λέξης κορμί
- γυναικείο ρούχο, σε σχήμα ολόσωμου γυναικείου μαγιό, που φοριέται κυρίως στο χορό ή τη γυμναστική αλλά και σαν εσώρουχο
- ρούχο για μωρά που καλύπτει όλο το σώμα, τα χέρια και τα πόδια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κορμί
υποκοριστικό της λέξης κορμί
για γλώσσες που δεν έχουν υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κορμί |
γυναικείο ρούχο
|
ρούχο για μωρά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)