κομπρεσέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κομπρεσέρ < γαλλικά compresseur (συμπιεστής)
εργάτης με κομπρεσέρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κομπρεσέρ ουδέτερο άκλιτο

  1. συμπιεστής (συνήθως αεροσυμπιεστής)
  2. κρουστικό διατρητικό εργαλείο το οποίο τροφοδοτείται από αεροσυμπιεστή

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]