κολλιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /koˈʎe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κολ‐λιέ‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]κολλιέμαι, π.αόρ.: κολλήθηκα, μτχ.π.π.: κολλημένος, (ενεργ.: κολλάω/κολλώ)
- παθητική φωνή του ρήματος κολλάω / κολλώ