κοιλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιλιά | οι | κοιλιές |
γενική | της | κοιλιάς | των | κοιλιών |
αιτιατική | την | κοιλιά | τις | κοιλιές |
κλητική | κοιλιά | κοιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοιλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοιλιά < αρχαία ελληνική κοιλία με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < κοῖλος. Συγκρίνετε με τη νεοελληνική χρήση του κοιλία.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ciˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοιλιά θηλυκό
- (ανατομία) τμήμα του σώματος ανάμεσα στον θώρακα και την πύελο στους ανθρώπους και άλλα σπονδυλωτά το οποίο εμπεριέχει το μεγαλύτερο τμήμα του γαστρεντερικού συστήματος και μέρος του ουροποιητικού συστήματος
- οποιοδήποτε κύρτωμα σε επιφάνεια
- (μεταφορικά) στη φράση κάνω κοιλιά: έχω σημείο χαλάρωσης,
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κοιλία (λόγιο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- δυσκοίλιος
- δυσκοιλιότητα
- ευκοίλιος
- ευκοιλιότητα, ευκοίλια
- κοιλάρα (μεγεθυντικό)
- κοιλαράς
- κοιλάρφανος
- Κοιλεντερωτά (συνομοταξία Coelenterata)
- κοιλιακός
- κοιλιάρης
- κοιλιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κοιλιο- στο Βικιλεξικό
- κοιλίτσα (υποκοριστικό)
- κοιλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κοιλο- στο Βικιλεξικό
- κοιλότητα
- ξεκοιλιάζω
- ξεκοίλιασμα
- πονόκοιλος
- προκοίλης, προκοιλάς
- προκοίλι
→ και δείτε τη λέξη κοίλος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κοιλιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοιλιά
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοιλιά θηλυκό
- άλλη μορφή του κοιλία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κοιλία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)