κεφάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφάλα οι κεφάλες
      γενική της κεφάλας
    αιτιατική την κεφάλα τις κεφάλες
     κλητική κεφάλα κεφάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεφάλα < κεφάλ(ι) μεγεθυντικό επίθημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεφάλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κεφάλα αρσενικό