καυτερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καυτερός | η | καυτερή | το | καυτερό |
γενική | του | καυτερού | της | καυτερής | του | καυτερού |
αιτιατική | τον | καυτερό | την | καυτερή | το | καυτερό |
κλητική | καυτερέ | καυτερή | καυτερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καυτεροί | οι | καυτερές | τα | καυτερά |
γενική | των | καυτερών | των | καυτερών | των | καυτερών |
αιτιατική | τους | καυτερούς | τις | καυτερές | τα | καυτερά |
κλητική | καυτεροί | καυτερές | καυτερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καυτερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καυτερός < καυτός -ερός < αρχαία ελληνική καυστός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.fteˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καυ‐τε‐ρός
Επίθετο
[επεξεργασία]καυτερός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του καυτός, ο πολύ ζεστός
- που προκαλεί έντονη γεύση, σαν να μας καίει το στόμα
- (μεταφορικά) δηκτικός
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καυτερή: (γαστρονομία) είδος πικάντικης τυροσαλάτας
- άλλες μορφές: τυροκαυτερή
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καυτερά: (γαστρονομία) φαγητά ή τροφές με καθτερή, έντονη ή πικάντικη γεύση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θερμικά
Πηγές
[επεξεργασία]- καυτερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καυτερός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)