καταχωρητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταχωρητής < καταχωρώ -τής, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική register)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταχωρητής αρσενικό
- αυτός που καταχωρεί
- (υλικό υπολογιστή) τύπος πολύ μικρής και πολύ γρήγορης μνήμης τμήμα της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας (CPU), όπου αποθηκεύονται οι τελεστέοι και τα αποτελέσματα των πράξεων που εκτελούνται από την αριθμητική λογική μονάδα ή οι διευθύνσεις εντολών και δεδομένων που βρίσκονται κεντρική μνήμη για επεξεργασία
- Ειδικοί καταχωρητές είναι: ο δείκτης στοίβας, καταχωρητής εντολών, μετρητής προγράμματος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υλικό υπολογιστή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)