καταπακτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταπακτή < αρχαία ελληνική καταπακτή < καταπήγνυμι < κατά πήγνυμι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταπακτή θηλυκό
- η οριζόντια πόρτα σε δάπεδο ή οροφή που οδηγεί σε ξεχωριστό χώρο
- (οικείο) (συνεκδοχικά) ο χώρος που βρίσκεται πίσω από την καταπακτή (1)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]καταπακτή θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)