κατάδυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάδυση | οι | καταδύσεις |
γενική | της | κατάδυσης* | των | καταδύσεων |
αιτιατική | την | κατάδυση | τις | καταδύσεις |
κλητική | κατάδυση | καταδύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταδύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατάδυση < αρχαία ελληνική κατάδυσις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈta.ði.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατάδυση θηλυκό
- βύθιση μέσα στη θάλασσα
- (αθλητισμός) ολυμπιακό άθλημα κατά το οποίο ένας αθλητής/μια αθλήτρια κάνει βουτιά στο νερό από βατήρα καθορισμένου ύψους σύμφωνα με συγκεκριμένη τεχνική και συγκεκριμένους κανόνες
- υποβρύχια κολύμβηση συνήθως με τη βοήθεια αναπνευστικής συσκευής και ειδικής στολής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατάδυση
|