καραβοτσάκισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καραβοτσάκισμα < καραβοτσακίζομαι -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καραβοτσάκισμα ουδέτερο
- το τσάκισμα ενός πλοίου (σε βράχια), η συντριβή του
- (μεταφορικά) (μεγάλη) ταλαιπωρία, αποτυχία ή δυστυχία
- Βάσανα, πίκρες, φαρμάκια, καραβοτσακίσματα, / σαν το βράχο που τον δέρνουν της θάλασσας τα κύματα. (Από το τραγούδι «Τα καραβοτσακίσματα» (1936) σε μουσική και στίχους του Μάρκου Βαμβακάρη)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καραβοτσακίζομαι
- → δείτε τις λέξεις καράβι και τσακίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καραβοτσάκισμα
|