καράβι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καράβι τα καράβια
      γενική του καραβιού των καραβιών
    αιτιατική το καράβι τα καράβια
     κλητική καράβι καράβια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καράβι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καράβι(ν) < ελληνιστική κοινή καράβιον (ελαφρύ πλοίο),[1] υποκοριστικό του < αρχαία ελληνική κάραβος (αστακός, καραβίδα)[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈɾa.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρά‐βο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καράβι ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. καράβι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καράβι ουδέτερο