καλό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλό | τα | καλά |
γενική | του | καλού | των | καλών |
αιτιατική | το | καλό | τα | καλά |
κλητική | καλό | καλά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλό ουδέτερο
- το σύνολο των δυνάμεων που δρουν με καλοσύνη προς όφελος της ανθρώπινης ζωής
- οι δυνάμεις του καλού
- η καλή πράξη
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό: κάνε την καλή πράξη και μη ζητάς ανταμοιβή
- το καλό που σου θέλω: προειδοποιητικά, σαν ήπιας μορφής απειλή
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καλό