καλό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καλώ, κάλο, Κάλο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλό τα καλά
      γενική του καλού των καλών
    αιτιατική το καλό τα καλά
     κλητική καλό καλά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλό ουδέτερο

  1. το σύνολο των δυνάμεων που δρουν με καλοσύνη προς όφελος της ανθρώπινης ζωής
    οι δυνάμεις του καλού
  2. η καλή πράξη

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό: κάνε την καλή πράξη και μη ζητάς ανταμοιβή
  • το καλό που σου θέλω: προειδοποιητικά, σαν ήπιας μορφής απειλή

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

καλό