καλλιλογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλλιλογία οι καλλιλογίες
      γενική της καλλιλογίας των καλλιλογιών
    αιτιατική την καλλιλογία τις καλλιλογίες
     κλητική καλλιλογία καλλιλογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλλιλογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καλλιλογία[1] Συγχρονικά αναλύεται σε καλλι- -λογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.li.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐λι‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλλιλογία θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]