κάθοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάθοδος | οι | κάθοδοι |
γενική | της | καθόδου | των | καθόδων |
αιτιατική | την | κάθοδο | τις | καθόδους |
κλητική | κάθοδε (κάθοδο) |
κάθοδοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάθοδος < αρχαία ελληνική κάθοδος[1] < κατά (κάθ-) ὁδός
- για τον όρο της φυσικής < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cathode < αρχαία ελληνική κάθοδος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈka.θo.ðos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάθοδος θηλυκό
- η πορεία με κατεύθυνση προς τα κάτω ή προς τη θάλασσα
- η πορεία με κατεύθυνση προς τον νότο
- μονόδρομος στον οποίο τα οχήματα κινούνται (συνήθως) από υψηλότερο προς χαμηλότερο σημείο
- (φυσική) το αρνητικό ηλεκτρόδιο στη διαδικασία της ηλεκτρόλυσης
- η συμμετοχή ενός υποψηφίου στις εκλογές
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κάθοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ήπειρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κάθ- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)