κάθοδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάθοδος οι κάθοδοι
      γενική της καθόδου των καθόδων
    αιτιατική την κάθοδο τις καθόδους
     κλητική κάθοδε
(κάθοδο)
κάθοδοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάθοδος < αρχαία ελληνική κάθοδος[1] < κατά (κάθ-) ὁδός
για τον όρο της φυσικής < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cathode < αρχαία ελληνική κάθοδος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈka.θo.ðos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάθοδος θηλυκό

  1. η πορεία με κατεύθυνση προς τα κάτω ή προς τη θάλασσα
  2. η πορεία με κατεύθυνση προς τον νότο
  3. μονόδρομος στον οποίο τα οχήματα κινούνται (συνήθως) από υψηλότερο προς χαμηλότερο σημείο
  4. (φυσική) το αρνητικό ηλεκτρόδιο στη διαδικασία της ηλεκτρόλυσης
  5. η συμμετοχή ενός υποψηφίου στις εκλογές

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]