κάθισα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κάθισα

  1. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κάθομαι
  2. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καθίζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]