θύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θύλακας | οι | θύλακες |
γενική | του | θύλακα | των | θυλάκων |
αιτιατική | τον | θύλακα | τους | θύλακες |
κλητική | θύλακα | θύλακες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θῦλαξ από την αιτιατική ενικού «τὸν θύλακα» < αρχαία ελληνική θύλακος → δείτε και τη λέξη θύλακος
- όρος ανατομίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sac
- στρατιωτικός όρος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική poche
- όρος βοτανικής < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sac, ή embryonnaire[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈθi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θύ‐λα‐κας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θύλακας αρσενικό
- μικρός σάκος
- (ανατομία) κοιλότητα ως θήκη γύρω από διάφορα όργανα του σώματος
- (στρατιωτικός όρος) μέρος μέσα σε εχθρικό έδαφος που κατέχεται από τον αντίπαλο
- (βοτανική) είδος καρπού με πολλά σπέρματα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ θύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- θύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θύλακας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]θύλακας αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)