θολός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θολός | η | θολή | το | θολό |
γενική | του | θολού | της | θολής | του | θολού |
αιτιατική | τον | θολό | τη | θολή | το | θολό |
κλητική | θολέ | θολή | θολό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θολοί | οι | θολές | τα | θολά |
γενική | των | θολών | των | θολών | των | θολών |
αιτιατική | τους | θολούς | τις | θολές | τα | θολά |
κλητική | θολοί | θολές | θολά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θολός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θολός (αρχαίο ουσιαστικό με σημασία: λάσπη)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θoˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θο‐λός
- τονικό παρώνυμο: θόλος
Επίθετο
[επεξεργασία]θολός
- (για υγρό) που δεν έχει διαύγεια λόγω στερεών προσμείξεων
- ⮡ το νερό του ποταμού ήταν θολό από τη λάσπη
- (για είδωλο) που δεν διακρίνεται καθαρά, θαμπός
- ⮡ η εικόνα στην τηλεόραση είναι θολή, η συσκευή χρειάζεται επισκευή
- που δεν έχει διαύγεια πνεύματος
- (μεταφορικά) όχι ξεκάθαρος, ασαφής
- ⮡ θολή ιδεολογία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θολός
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θολός < ⊟ λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θολός | οἱ | θολοί |
γενική | τοῦ | θολοῦ | τῶν | θολῶν |
δοτική | τῷ | θολῷ | τοῖς | θολοῖς |
αιτιατική | τὸν | θολόν | τοὺς | θολούς |
κλητική ὦ! | θολέ | θολοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θολώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θολοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
θολός αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θολός | ἡ | θολή | τὸ | θολόν |
γενική | τοῦ | θολοῦ | τῆς | θολῆς | τοῦ | θολοῦ |
δοτική | τῷ | θολῷ | τῇ | θολῇ | τῷ | θολῷ |
αιτιατική | τὸν | θολόν | τὴν | θολήν | τὸ | θολόν |
κλητική ὦ! | θολέ | θολή | θολόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | θολοί | αἱ | θολαί | τὰ | θολᾰ́ |
γενική | τῶν | θολῶν | τῶν | θολῶν | τῶν | θολῶν |
δοτική | τοῖς | θολοῖς | ταῖς | θολαῖς | τοῖς | θολοῖς |
αιτιατική | τοὺς | θολούς | τὰς | θολᾱ́ς | τὰ | θολᾰ́ |
κλητική ὦ! | θολοί | θολαί | θολᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θολώ | τὼ | θολᾱ́ | τὼ | θολώ |
γεν-δοτ | τοῖν | θολοῖν | τοῖν | θολαῖν | τοῖν | θολοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
θολός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή, για υγρό ή στερεό που φυσιολογικά είναι διαφανές) που δεν διαυγής, που είναι θολερός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- θολός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θολός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)