θηρευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θηρευτής | οι | θηρευτές |
γενική | του | θηρευτή | των | θηρευτών |
αιτιατική | τον | θηρευτή | τους | θηρευτές |
κλητική | θηρευτή | θηρευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θηρευτής < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θηρευτής αρσενικό
- (επάγγελμα) κυνηγός
- (μεταφορικά) αυτός που επιδιώκει να βρει κάτι
- θηρευτής του ανέφικτου