θεόπυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θεόπυρος < θεός πυρ

Επίθετο

[επεξεργασία]

θεόπυρος, -ος, -ον

  • αυτός που βρίσκεται σε θεϊκή εγρήγορση, ο θεόπνευστος