θήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θήκη οι θήκες
      γενική της θήκης των θηκών
    αιτιατική τη θήκη τις θήκες
     κλητική θήκη θήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θήκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θή‐κη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θήκη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
θηκ- 

ρήματα, και τα συγγενικά τους

θηκ-

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θήκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θήκη θηλυκό

  1. θήκη
  2. αποθήκη
  3. χώρος αποθήκευσης νερού
  4. περιουσία, ταμείο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
θηκ- 
  • θήκη Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].Κριαρά]] της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669)&rft.pub=[https://www.greek-language.gr Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας], [μονοτονικό σύστημα]&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:θήκη"> 



ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]