ηθικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηθικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ηθικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.θiˈko/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηθικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

έχασε το ηθικό του, έχει ανεβασμένο ηθικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ηθικόν ακμαιότατον: λέγεται για την καλή ψυχική διάθεση αγωνιζόμενου ή μαχόμενου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ηθικό