ηθικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηθικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ηθικός
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηθικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- ψυχική δύναμη, ευψυχία, ευδιαθεσία, κυρίως σε στιγμές δοκιμασίας, ταλαιπωρίας ή στέρησης
- έχασε το ηθικό του, έχει ανεβασμένο ηθικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ηθικόν ακμαιότατον: λέγεται για την καλή ψυχική διάθεση αγωνιζόμενου ή μαχόμενου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ηθικό