ζηλωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζηλωτής | οι | ζηλωτές |
γενική | του | ζηλωτή | των | ζηλωτών |
αιτιατική | τον | ζηλωτή | τους | ζηλωτές |
κλητική | ζηλωτή | ζηλωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζηλωτής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζηλωτής (μιμητής, οπαδός) < ζηλόω / ζηλῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /zi.loˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐λω‐τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζηλωτής αρσενικό (θηλυκό ζηλώτρια)
- κάποιος παθιασμένος με κάτι
- φανατικά θρήσκος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε στον πληθυντικό, το κύριο όνομα Ζηλωτές εβραϊκό επαναστατικό κίνημα
- είτε του 1ου μ.Χ. αιώνα, εναντίον των Ρωμαίων,
- είτε στην ριζοσπαστική πολιτική ομάδα της βυζαντινής Θεσσαλονίκης κατά τα μέσα του 14ου αιώνα
→ και δείτε τη λέξη ζήλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ζηλωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ζηλωτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ζηλωτής | οἱ | ζηλωταί |
γενική | τοῦ | ζηλωτοῦ | τῶν | ζηλωτῶν |
δοτική | τῷ | ζηλωτῇ | τοῖς | ζηλωταῖς |
αιτιατική | τὸν | ζηλωτήν | τοὺς | ζηλωτᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ζηλωτᾰ́ | ζηλωταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζηλωτᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζηλωταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζηλωτής < ζηλόω / ζηλῶ -τής
- για την ελληνιστική σημασία < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζηλωτής, -οῦ αρσενικό
- μιμητής
- οπαδός, θιασώτης
- (ελληνιστική σημασία) απόδοση του Κανανίτης ή Καναναῖος (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- ζηλωτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζηλωτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)