επικοινωνιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικοινωνιακός < επικοινωνία -ακός
Επίθετο
[επεξεργασία]επικοινωνιακός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην επικοινωνία
- επικοινωνιακή πολιτική
- που έχει το χάρισμα να έχει καλή επικοινωνία με τους άλλους
- επικοινωνιακός άνθρωπος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επικοινωνιακός
|