επιθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιθετικός
- γενική έννοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιθετικός
- για τη γραμματική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιθετικός
- → δείτε τη λέξη ἐπιτίθημι Μορφολογικά αναλύεται σε επι- -θετικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.θe.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐θε‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]επιθετικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την επίθεση
- ⮡ Πώς μπορεί ο δάσκαλος να αντιμετωπίζει την επιθετική συμπεριφορά ενός μαθητή;
- ⮡ επιθετική διαφήμιση του προϊόντος στην αγορά
- ⮡ Ο προπονητής της ομάδας είπε ότι οι παίκτες θα πρέπει να γίνουν πιο επιθετικοί.
- (γραμματική) που συσχετίζεται με το επίθετο
- ⮡ επιθετικός προσδιορισμός, επιθετική μετοχή
- (ουσιαστικοποιημένο, αθλητισμός) ο παίκτης μιας ομάδας (ποδοσφαίρου, μπάσκετ κλπ) που παίζει κυρίως στην επίθεση, προσπαθώντας να διασπάσει την αντίπαλη άμυνα και να βάλει πόντο (γκολ, καλάθι κλπ)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχετικός με την επίθεση
σχετικός με το επίθετο
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θετικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)