εξήγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξήγηση | οι | εξηγήσεις |
γενική | της | εξήγησης* | των | εξηγήσεων |
αιτιατική | την | εξήγηση | τις | εξηγήσεις |
κλητική | εξήγηση | εξηγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξηγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξήγηση < αρχαία ελληνική ἐξήγησις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈksi.ʝi.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξήγηση θηλυκό
- η ερμηνεία, η ανάλυση των αιτίων που δημιουργούν ένα φαινόμενο ή γεγονός
- η επιστήμη δεν κατάφερε ακόμη να δώσει την εξήγηση αυτού του σπάνιου φαινομένου
- (συνήθως στον πληθυντικό) η απολογία κάποιου που καλείται να αιτιολογήσει ανεπίσημα τη στάση του ή τις ενέργειές του
- Πρέπει να δίνω εξηγήσεις για κάθε βήμα που κάνω;
- νομίζω ότι μου οφείλεις μια εξήγηση για τη χτεσινή σου συμπεριφορά
- η ερμηνεία, η εύρεση του νοήματος ή του μηνύματος (πχ ενός κειμένου, ενός ονείρου)
- σαφής και διεξοδική έκθεση των λεπτομερειών που σχετίζονται με ένα αντικείμενο (γεγονός, κατάσταση κλπ) ώστε να αυτό να γίνει κατανοητό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξήγηση