εμφανίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμφανίζω < αρχαία ελληνική ἐμφανίζω < ἐμφανής < ἐμφαίνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eɱ.faˈni.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]εμφανίζω
- παρουσιάζω, δείχνω κάτι σε κάποιον
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμφανίζω | εμφάνιζα | θα εμφανίζω | να εμφανίζω | εμφανίζοντας | |
β' ενικ. | εμφανίζεις | εμφάνιζες | θα εμφανίζεις | να εμφανίζεις | εμφάνιζε | |
γ' ενικ. | εμφανίζει | εμφάνιζε | θα εμφανίζει | να εμφανίζει | ||
α' πληθ. | εμφανίζουμε | εμφανίζαμε | θα εμφανίζουμε | να εμφανίζουμε | ||
β' πληθ. | εμφανίζετε | εμφανίζατε | θα εμφανίζετε | να εμφανίζετε | εμφανίζετε | |
γ' πληθ. | εμφανίζουν(ε) | εμφάνιζαν εμφανίζαν(ε) |
θα εμφανίζουν(ε) | να εμφανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμφάνισα | θα εμφανίσω | να εμφανίσω | εμφανίσει | ||
β' ενικ. | εμφάνισες | θα εμφανίσεις | να εμφανίσεις | εμφάνισε | ||
γ' ενικ. | εμφάνισε | θα εμφανίσει | να εμφανίσει | |||
α' πληθ. | εμφανίσαμε | θα εμφανίσουμε | να εμφανίσουμε | |||
β' πληθ. | εμφανίσατε | θα εμφανίσετε | να εμφανίσετε | εμφανίστε | ||
γ' πληθ. | εμφάνισαν εμφανίσαν(ε) |
θα εμφανίσουν(ε) | να εμφανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εμφανίσει | είχα εμφανίσει | θα έχω εμφανίσει | να έχω εμφανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εμφανίσει | είχες εμφανίσει | θα έχεις εμφανίσει | να έχεις εμφανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εμφανίσει | είχε εμφανίσει | θα έχει εμφανίσει | να έχει εμφανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εμφανίσει | είχαμε εμφανίσει | θα έχουμε εμφανίσει | να έχουμε εμφανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εμφανίσει | είχατε εμφανίσει | θα έχετε εμφανίσει | να έχετε εμφανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εμφανίσει | είχαν εμφανίσει | θα έχουν εμφανίσει | να έχουν εμφανίσει |
|