εμποδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμποδίζω < αρχαία ελληνική ἐμποδίζω < ἐν πούς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /em.boˈði.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]εμποδίζω (παθητική φωνή: εμποδίζομαι)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμποδίζω | εμπόδιζα | θα εμποδίζω | να εμποδίζω | εμποδίζοντας | |
β' ενικ. | εμποδίζεις | εμπόδιζες | θα εμποδίζεις | να εμποδίζεις | εμπόδιζε | |
γ' ενικ. | εμποδίζει | εμπόδιζε | θα εμποδίζει | να εμποδίζει | ||
α' πληθ. | εμποδίζουμε | εμποδίζαμε | θα εμποδίζουμε | να εμποδίζουμε | ||
β' πληθ. | εμποδίζετε | εμποδίζατε | θα εμποδίζετε | να εμποδίζετε | εμποδίζετε | |
γ' πληθ. | εμποδίζουν(ε) | εμπόδιζαν εμποδίζαν(ε) |
θα εμποδίζουν(ε) | να εμποδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμπόδισα | θα εμποδίσω | να εμποδίσω | εμποδίσει | ||
β' ενικ. | εμπόδισες | θα εμποδίσεις | να εμποδίσεις | εμπόδισε | ||
γ' ενικ. | εμπόδισε | θα εμποδίσει | να εμποδίσει | |||
α' πληθ. | εμποδίσαμε | θα εμποδίσουμε | να εμποδίσουμε | |||
β' πληθ. | εμποδίσατε | θα εμποδίσετε | να εμποδίσετε | εμποδίστε | ||
γ' πληθ. | εμπόδισαν εμποδίσαν(ε) |
θα εμποδίσουν(ε) | να εμποδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εμποδίσει | είχα εμποδίσει | θα έχω εμποδίσει | να έχω εμποδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εμποδίσει | είχες εμποδίσει | θα έχεις εμποδίσει | να έχεις εμποδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εμποδίσει | είχε εμποδίσει | θα έχει εμποδίσει | να έχει εμποδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εμποδίσει | είχαμε εμποδίσει | θα έχουμε εμποδίσει | να έχουμε εμποδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εμποδίσει | είχατε εμποδίσει | θα έχετε εμποδίσει | να έχετε εμποδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εμποδίσει | είχαν εμποδίσει | θα έχουν εμποδίσει | να έχουν εμποδίσει |
|