δραστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δραστικός < αρχαία ελληνική δραστικός ("αυτός που δρα") < δρᾶσις -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]δραστικός, -ή, ό
- που αναπτύσσει δράση ώστε να φέρει άμεσα αποτελέσματα
- θα πάρουμε δραστικά μέτρα
- θα πάρουμε δραστικά μέτρα
- που ενεργεί, που έχει επίδραση πάνω σε κάτι, σε αντιδιαστολή με κάτι αδρανές
- αυτό το φάρμακο περιέχει τα εξής δραστικά συστατικά...