δουλοπρέπεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δουλοπρέπεια < αρχαία ελληνική δουλοπρέπεια
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðu.loˈpɾe.pi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δουλοπρέπεια θηλυκό
- η στάση του δουλοπρεπούς, η επίδειξη δουλικής στάσης και συμπεριφοράς απέναντι σε κάποιον ισχυρό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δουλοπρέπεια