δισημειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]δισημειακός
- (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) point-to-point: η αποκλειστική (dedicated) ζεύξη (link) μεταξύ δύο ακραίων σημείων (endpoint)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δισημειακός