διπυρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διπυρίτης < ελληνιστική κοινή διπυρίτης < αρχαία ελληνική δίπυρος < δι- πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.piˈɾi.tis/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διπυρίτης αρσενικό
- (λόγιο, γαστρονομία) η γαλέτα ή το παξιμάδι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διπυρίτης
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξένος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)