διοικητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διοικητικός < ελληνιστική κοινή διοικητικός < διοικητής < αρχαία ελληνική διοικέω / διοικῶ < διά οἰκέω / οἰκῶ < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.i.ci.tiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]διοικητικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη διοίκηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που υπηρετεί στη διοίκηση ή την ασκεί
- (ουσιαστικοποιημένο) ο διοικητικός υπάλληλος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διοικητικά
- → δείτε τις λέξεις διοικητής, διοικώ, διά και οίκος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διοικητικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)