γροθιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γροθιά | οι | γροθιές |
γενική | της | γροθιάς | των | γροθιών |
αιτιατική | τη | γροθιά | τις | γροθιές |
κλητική | γροθιά | γροθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γροθιά < μεσαιωνική ελληνική γρόθος < αρχαία ελληνική γρόνθος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γροθιά θηλυκό
- το άκρο χέρι, όταν τα δάχτυλα είναι σφιχτά μαζεμένα στο εσωτερικό της παλάμης
- το χτύπημα που καταφέρει κάποιος με την εξωτερική πλευρά της πρώτης φάλαγγας των δαχτύλων, ενώ αυτά είναι σφιχτά μαζεμένα στο εσωτερικό της παλάμης
- (μεταφορικά) πλήγμα εναντίον θεσμού, φορέα ή προσώπου
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γροθιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)