γολέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γαλέτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γολέτα οι γολέτες
      γενική της γολέτας των γολετών
    αιτιατική τη γολέτα τις γολέτες
     κλητική γολέτα γολέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γολέτα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γολέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική goleta < γαλλική goélette (γολέτα / είδος θαλασσοπουλιού), υποκοριστικό του goéland (γλάρος) < βρετονικά gouelan < … < προέλευσης από την πρωτοκελτική *wailannā (γλάρος)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣoˈle.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γο‐λέ‐τα
παρώνυμο: γαλέτα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γολέτα θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) δικάταρτο ιστιοφόρο
    ※  19ος/20ος αιώνας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, κεφάλαιο IZ @papadiamantis.net 1903 (ΙΣΤ στη Βικιθήκη),
    Ἔβλεπεν, ἔβλεπεν, ἀνοιχτὰ εἰς τὸ πέλαγος, μακρὰν ἔξω, πολλὰ πανιά, λευκὰ ἱστία, σὰν τοῦ γλάρου τὰ φτερά. Βρατσέρες, γολέτες, μικρὰ καΐκια, τὰ ἔβλεπε ν᾽ ἀρμενίζουν, νὰ ὀργώνουν τὰ κύματα, ὡσὰν βοϊδάκια ζευγαρωτά. Ἄλλα ἔπλεον πόρρω πρὸς βορρᾶν, ἄλλα κατήρχοντο πρὸς νότον, ἄλλα ἀρμένιζαν πρὸς ἀνατολὰς ἢ πρὸς δυσμάς, τέμνοντα σταυροειδῶς τὰς ὁλκούς, τὰς βαθείας ὁρατὰς αὔλακας, τὰς ὁποίας ἄφηναν ὄπισθέν των τὰ πρῶτα.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. gouelan στο αγγλικό Βικιλεξικό