γκαρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκαρίζω < μεσαιωνική ελληνική γκαρίζω < (ελληνιστική κοινή) ὀγκαρίζω < λατινικά onco < αρχαία ελληνική ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]γκαρίζω
- (για γάιδαρο) βγάζω τη χαρακτηριστική φωνή του γαϊδάρου
- (για άνθρωπο) βγάζω δυνατή, κακόηχη και ενοχλητική φωνή
- (για άνθρωπο) τραγουδώ παράφωνα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γκαρίζω | γκάριζα | θα γκαρίζω | να γκαρίζω | γκαρίζοντας | |
β' ενικ. | γκαρίζεις | γκάριζες | θα γκαρίζεις | να γκαρίζεις | γκάριζε | |
γ' ενικ. | γκαρίζει | γκάριζε | θα γκαρίζει | να γκαρίζει | ||
α' πληθ. | γκαρίζουμε | γκαρίζαμε | θα γκαρίζουμε | να γκαρίζουμε | ||
β' πληθ. | γκαρίζετε | γκαρίζατε | θα γκαρίζετε | να γκαρίζετε | γκαρίζετε | |
γ' πληθ. | γκαρίζουν(ε) | γκάριζαν γκαρίζαν(ε) |
θα γκαρίζουν(ε) | να γκαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γκάριξα | θα γκαρίξω | να γκαρίξω | γκαρίξει | ||
β' ενικ. | γκάριξες | θα γκαρίξεις | να γκαρίξεις | γκάριξε | ||
γ' ενικ. | γκάριξε | θα γκαρίξει | να γκαρίξει | |||
α' πληθ. | γκαρίξαμε | θα γκαρίξουμε | να γκαρίξουμε | |||
β' πληθ. | γκαρίξατε | θα γκαρίξετε | να γκαρίξετε | γκαρίξτε | ||
γ' πληθ. | γκάριξαν γκαρίξαν(ε) |
θα γκαρίξουν(ε) | να γκαρίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γκαρίξει | είχα γκαρίξει | θα έχω γκαρίξει | να έχω γκαρίξει | ||
β' ενικ. | έχεις γκαρίξει | είχες γκαρίξει | θα έχεις γκαρίξει | να έχεις γκαρίξει | ||
γ' ενικ. | έχει γκαρίξει | είχε γκαρίξει | θα έχει γκαρίξει | να έχει γκαρίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε γκαρίξει | είχαμε γκαρίξει | θα έχουμε γκαρίξει | να έχουμε γκαρίξει | ||
β' πληθ. | έχετε γκαρίξει | είχατε γκαρίξει | θα έχετε γκαρίξει | να έχετε γκαρίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν γκαρίξει | είχαν γκαρίξει | θα έχουν γκαρίξει | να έχουν γκαρίξει |
|