βρυξελλιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρυξελλιώτικος < Βρυξελλιώτης -ικος
Επίθετο
[επεξεργασία]βρυξελλιώτικος, -η, -ο
- σχετικός με τις Βρυξέλλες
- Αναψαν τα φώτα και άστραψε ο μαύρος βρυξελλιώτικος ουρανός από τα βεγγαλικά. (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 16 Ιανουαρίου 2006)
- Από κοντά κι ο βρυξελλιώτικος ευρωπαϊκός σύμμαχος και βαστάζος σε μια ξεδιάντροπη συμπεριφορά που αποβλέπει στον προσπορισμό μεγαλύτερης επιρροής στη Μ. Ανατολή. (από την εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 10 Οχτώβρη 2004)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρυξελλιώτικος
|