βουβάλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βουβάλιον | τὰ | βουβάλιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | βουβαλίου | τῶν | βουβαλίων | ||||
δοτική | τῷ | βουβαλίῳ | τοῖς | βουβαλίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | βουβάλιον | τὰ | βουβάλιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | βουβάλιον | βουβάλιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουβαλίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βουβαλίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουβάλιον (ελληνιστική κοινή) < βούβαλ(ος) ιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βουβάλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- βουβάλιος (αρσενικό)
Πηγές
[επεξεργασία]- βουβάλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (ελληνιστική κοινή)
- Λαχανικά (ελληνιστική κοινή)
- Κοσμήματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)