βασιλόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βασιλόπουλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βασιλόπουλο < βασιλ(ιάς) -ό- -πουλο. Συγχρονικά αναλύεται σε βασιλ(ιάς) -όπουλο.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /va.siˈlo.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σι‐λό‐που‐λο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βασιλόπουλο ουδέτερο
- (οικείο) νεαρός γιος του βασιλιά (θηλυκό βασιλοπούλα)
- (στον πληθυντικό) γιοι ή κόρες, τα παιδιά του βασιλιά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Βασιλόπουλο (τοπωνύμιο)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- το βασιλόπουλο του παραμυθιού: (ειρωνικό) για τον ιδανικό σύζυγο που ελπίζει να βρει κάποια γυναίκα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βασιλόπουλο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βασιλόπουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βασιλόπουλο < βασιλ(ιάς) -ό- -πουλο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βασιλόπουλο ουδέτερο (θηλυκό βασιλοπούλα)
- το βασιλόπουλο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]όλες οι μορφές:
- βασιλιόπουλο
- βασιλιόπουλος
- βασιλόπλο
- βασιλόπουλο
- βασιλόπουλον
- βασιλόπουλος
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη βασιλεύς
Πηγές
[επεξεργασία]- βασιλόπουλο - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].Κριαρά]] της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669)&rft.pub=[https://www.greek-language.gr Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας], [μονοτονικό σύστημα]&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:βασιλόπουλο">
- σελ.61, Τόμος 4ος - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -όπουλο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πουλο (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)