βαρδιάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαρδιάνος < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική βαρδιάνος[1] ή άμεσο δάνειο από τη βενετική *vardian[2] / vardiano < vardia με κατάληξη κατά την ιταλική guardiano -ος. → δείτε τη μεσαιωνική βάρδια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαρδιάνος αρσενικό
- (λαϊκότροπο, σπάνιο) ο φρουρός, ο σκοπός
- ※ Οι βαρδιάνοι ούτοι ήσαν γηραιοί ναύται ή άλλοι άνθρωποι του τόπου πτωχοί, οίτινες, χάριν μικρού μισθού, εδέχοντο να «σπορκαρισθούν», ήτοι να τεθώσιν υπό κάθαρσιν, όπως επιβλέπωσι την ακριβή τήρησιν της καθάρσεως των πλοίων. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- βαρδιόλα (ναυτικός όρος)
→ και δείτε τη λέξη βάρδια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαρδιάνος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ βαρδιάνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «βαρδιάτορας» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)