βάσανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βάσανο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάσανος οι βάσανοι
      γενική της βασάνου των βασάνων
    αιτιατική τη βάσανο τις βασάνους
     κλητική βάσανε βάσανοι
Δείτε και το βάσανο.
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάσανος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάσανος (πέτρα στην οποία έλεγχαν τα μέταλλα)[1] < αρχαία αιγυπτιακή baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈva.sa.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐σα‐νος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάσανος θηλυκό

  • (αρχαιοπρεπές) ο εξαντλητικός έλεγχος, για να εξακριβώσουμε ότι κάτι είναι σωστό, ακριβές ή γνήσιο
    ⮡  Υποβάλλω την άποψή τους στη βάσανο της κριτικής.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάσανος αἱ βάσανοι
      γενική τῆς βασάνου τῶν βασάνων
      δοτική τῇ βασάν ταῖς βασάνοις
    αιτιατική τὴν βάσανον τὰς βασάνους
     κλητική ! βάσανε βάσανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βασάνω
γεν-δοτ τοῖν  βασάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάσανος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάσανος, -ου θηλυκό

  1. λυδία λίθος
  2. χρησιμοποίηση της λυδίας λίθου για τον έλεγχο της γνησιότητας του χρυσού
  3. ανάκριση με βασανιστήρια
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 110.2
    ὡς δὲ οὗτοί οἱ ἀνεγνωσμένοι ἦσαν, αὐτίκα μετὰ ταῦτα ὁ Θεμιστοκλέης ἄνδρας ἀπέπεμπε ἔχοντας πλοῖον, τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν ἐς πᾶσαν βάσανον ἀπικομένοισι τὰ αὐτὸς ἐνετείλατο βασιλέϊ φράσαι·
    Κι όταν ο Θεμιστοκλής τους έφερε στα λόγια του, αμέσως κατόπιν έστειλε ανθρώπους του με πλεούμενο, για τους οποίους ήταν βέβαιος πως θα κρατήσουν το στόμα τους κλειστό σ᾽ όποια βασανιστήρια κι αν υποβληθούν, με την εντολή να μεταφέρουν το μήνυμά του στον βασιλιά·
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Ἐρατοσθένους, 31
    ταῦτα γὰρ οὔτ᾽ ἔλεγχον οὔτε βάσανον εἶχεν, ὥστε μηδ᾽ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν βουλομένων οἷόν τ᾽ εἶναι ἐξελεγχθῆναι.
    Αυτό δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθεί ούτε με έρευνα ούτε με ανάκριση· έτσι, ούτε οι εχθροί του, και να ήθελαν ακόμα, δεν μπορούσαν να τον ελέγξουν.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 49.11
    ἐκ τούτου δὲ συλληφθεὶς ἀνεκρίνετο, τῶν ἑταίρων ἐφεστώτων ταῖς βασάνοις, Ἀλεξάνδρου δὲ κατακούοντος ἔξωθεν αὐλαίας παρατεταμένης·
    Ύστερα από αυτό τον συνέλαβε και τον ανέκρινε· παρόντες στα βασανιστήρια ήταν οι εταίροι, ενώ ο Αλέξανδρος άκουγε από έξω, πίσω από ένα απλωμένο πανί.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
  4. ομολογία ύστερα από βασανιστήρια
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 1, 15.26 1376b
    Αἱ δὲ βάσανοι μαρτυρίαι τινές εἰσιν, ἔχειν δὲ δοκοῦσι τὸ πιστόν, ὅτι ἀνάγκη τις πρόσεστιν.
    Οι ομολογίες που πετυχαίνονται με βασανιστήρια είναι ένα είδος μαρτυρίας και θεωρούνται αξιόπιστες, επειδή χρησιμοποιείται κάποιος εξαναγκασμός.
    Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  5. (για υποψηφίους) δοκιμασία
  6. (ελληνιστική σημασία) (για κόλαση) βασανιστήρια
  7. αγωνία για την έκβαση μιας μάχης
  8. (ελληνιστική σημασία) μαρτύριο μιας αρρώστιας

Συγγενικά

[επεξεργασία]