αύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αύρα | οι | αύρες |
γενική | της | αύρας | των | αυρών |
αιτιατική | την | αύρα | τις | αύρες |
κλητική | αύρα | αύρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αύρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὔρα[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.vɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αύ‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αύρα θηλυκό
- το ελαφρό αεράκι που γίνεται ελάχιστα αισθητό
- το υποθετικό, ορατό από μυημένους, υλικό που περιβάλλει ζωντανά ή νεκρά αντικείμενα
- (μεταφορικά) η αίσθηση που προκαλεί ένα άτομο στο περιβάλλον του
- το τροχοφόρο όχημα της αστυνομίας που χρησιμοποιείται κυρίως για καταστολή διαδηλώσεων
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αύρα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αύρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)